ἐπιληψίας

ἐπιληψίας
ἐπιληψίᾱς , ἐπιληψία
stoppage
fem acc pl
ἐπιληψίᾱς , ἐπιληψία
stoppage
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • άνοια — Ελάττωση της νοημοσύνης που αυξάνεται σιγά σιγά και δεν επανέρχεται. Οφείλεται σε σχετικές με το γήρας αγγειακές και νευρικές αλλοιώσεις του εγκεφάλου ή είναι αποτέλεσμα παθήσεών του, όπως συμβαίνει μερικές φορές κατά την πορεία της επιληψίας,… …   Dictionary of Greek

  • αγραφία — Διαταραχή της ομαλής λειτουργίας του εγκεφαλικού κέντρου αντίληψης. Αποτέλεσμα της διαταραχής αυτής είναι η ανικανότητα του ατόμου να διατυπώσει κάτι γραπτά ή να γράψει οτιδήποτε του υπαγορεύεται ή και να αντιγράψει κείμενο που βλέπει, γιατί έχει …   Dictionary of Greek

  • αντεπιληπτικός — ή, ό αυτός που συντελεί στη θεραπεία της επιληψίας …   Dictionary of Greek

  • βαρβιτουρικά — Συνθετικά παράγωγα της μηλονυλουρίας, με υπνωτικές ιδιότητες. Στον οργανισμό τα β. καταστέλλουν τις λειτουργίες του κεντρικού νευρικού συστήματος και όταν χρησιμοποιούνται σε κατάλληλες δόσεις προκαλούν βαθύ και ήσυχο ύπνο. Μερικά από αυτά έχουν… …   Dictionary of Greek

  • γλυκός — ιά, ό και γλυκύ και γλυκί (AM γλυκύς, εῑα, ύ) 1. αυτός που έχει γλυκιά γεύση ή γλυκιά, ευχάριστη μυρωδιά («γλυκό κρασί», «γλυκὺ νέκταρ» «γλυκὸς οἷνος», «γλυκιά ευωδιά») 2. (για νερό) πόσιμο (αντίθ. πικρό ή αλμυρό) 3. εκείνος που δίνει ευχαρίστηση …   Dictionary of Greek

  • γονίδιο — Διακεκριμένη κληρονομική μονάδα, διατεταγμένη σε γραμμική μορφή κατά μήκος των χρωμοσωμάτων, που καθορίζει τα χαρακτηριστικά ενός οργανισμού. Το καθένα από τα γ. είναι ο κληρονομικός παράγοντας, υπεύθυνος για κάποιο χαρακτηριστικό ή λειτουργία.… …   Dictionary of Greek

  • επιληπτογόνος — ο αυτός που προκαλεί κρίση επιληψίας (α. «επιληπτογόνος ζώνη» β. «επιληπτογόνα φάρμακα») …   Dictionary of Greek

  • επιληπτοειδής — ές [επίληπτος] αυτός που μοιάζει με τις παθολογικές εκδηλώσεις τής επιληψίας («επιληπτοειδής κρίση», «επιληπτοειδή φαινόμενα») …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτροεγκεφαλογραφία — (ΗΕΓ). Μέθοδος νευρολογικής εξέτασης της ηλεκτρικής δραστηριότητας του εγκεφάλου, κατά την οποία καταγράφονται οι μεταβολές των διαφορών δυναμικού ανάμεσα στα εγκεφαλικά κύτταρα. Η μέθοδος επινοήθηκε και εφαρμόστηκε στον άνθρωπο από τον Γερμανό… …   Dictionary of Greek

  • κατάπτωση — η (Α κατάπτωσις) [καταπίπτω] 1. πτώση προς τα κάτω, πέσιμο, γκρέμισμα 2. ιατρ. πλήρης ή σοβαρή απώλεια τών σωματικών δυνάμεων, εξάντληση 3. παρακμή, μαρασμός, ξεπεσμός νεοελλ. 1. εξασθένηση τών πνευματικών και ψυχικών δυνάμεων, κατάθλιψη, αθυμία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”